Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Αγγαρείες en plein hiver στα ξένα


- Έλα, πάμε, πλάκα θα ’χει!

- Καλά, θα το κάνω για σένα, να ξέρεις!


Κι έτσι πήγα. Για «συνέντευξη». Είμαι κι εγώ « τραβάτε με κι ας κλαίω». Δεν είχα ιδέα όπως περί τίνος επρόκειτο. Η μάλλον, είχα, πάνω-κάτω αλλά ήλπιζα ότι δε θα’ναι τόσο μάπα το καρπούζι.


Φτάσαμε, λοιπόν, στο μέρος όπου είχαμε ραντεβού. 5 παιδιά, φοιτητές στο εξωτερικό, όχι απ’ αυτούς που τους έστειλε ο πλούσιος μπαμπάς τους να κάνουν ένα « μεταπτυχιακό με κύρος» χωρίς να ξέρουν το γιατί, βαθμοθήρες σε έναν κόσμο επιφανειακής γνώσης και αυτοπροβολής. Όχι απ’ αυτούς. Από τους άλλους.


Χτυπήσαμε δειλά την πόρτα, μην ξέροντας που ακριβώς έχουμε έρθει. Μας άνοιξε μια ευγενέστατη κυρία:

-Περάστε, περάστε. Σε λίγο τελειώνουμε το μάθημα.

(Και από δίπλα, ένας κάμεραμαν τραβούσε πλάνα με τα παιδιά και τη δασκάλα).


Μάθημα; Ναι, μάθημα με τα όλα του. Μάθημα για τον ένδοξο ελληνισμό, σε ελληνόπουλα τρίτης και τέταρτης γενιάς, μεγαλωμένα σε έναν κόσμο που καμιά απολύτως ομοιότητα δε φέρει με το χάος της Ελλάδας. Και άντε τώρα να κάνεις το μικρό Jean (Γιαννάκη ελληνιστί) και τη μικρή Anne-Sophie να καταλάβουν τι εστί ελληνική επανάσταση και έπος του 40. Και πολύ περισσότερο, άντε να τους πείσεις πως αυτά που θα διδαχθούν και θα βάλουν τόσο όμορφα στο παιδικό και αθώο μυαλουδάκι τους, θα πρέπει να τα ξεχάσουν αν αποφασίσουν κάποτε να γνωρίσουν από κοντά την Ελλάδα του σήμερα, των σκανδάλων, του βολέματος, του μπουζουκιού και της λούφας.


Εκεί, λοιπόν-στο ελληνικό σχολείο- ήταν το ραντεβού μας, στο χώρο όπου « μένει ζωντανός» ο «ελληνισμός» αν και βρισκόμαστε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το “real thing”. Το μάθημα τελείωσε, τα παιδιά έφυγαν και εμείς μείναμε να κοιτάζουμε με απορία τον κάμεραμαν και το λοιπό συνεργείο να μαζεύουν τα πράγματά τους.


-Εμάς μας χρειάζεστε;


-Εσάς; Ποιοι είστε εσείς;


-Είμαστε οι φοιτητές που ζητήσατε για τη συνέντευξη. Μας χρειάζεστε ή να φύγουμε;


-Α! Ναι μωρέ. Σωστά. Μια που ήρθατε, ας πούμε 5 πράγματα να τελειώνουμε. Κώστα, γρήγορα, να πιούμε κάνα καφέ.

(Είπε ο « δημοσιογράφος» απευθυνόμενος στον κάμεραμαν).


-Λοιπόν, παιδιά, θα σας ρωτήσω πώς σας λένε, τι σπουδάζετε, θα πείτε 2 πράγματα να τελειώνουμε. Οκ;


Οκ. Μόνο που το δικό μας οκ εμπεριείχε και μια δόση από « τώρα θα δεις μ****α, κυνηγέ της αρπαχτής, του μίζερου και τεμπέλικου «άντε να τελειώνουμε, να πάμε να πιούμε κάνα φραπέ».


Και όντως έτσι έγινε. Μετουσιώσαμε το « ασυμβίβαστο οκ» μας σε λόγια. Εκτός από τα βαρετά του τύπου « είμαι από τη Θεσσαλονίκη και κάνω μεταπτυχιακό στο αστικό δίκαιο» -που σκοπό έχουν να αποτελέσουν αντικείμενο άλλης μιας βαρετής εκπομπής για τον και από τον « απόδημο» ελληνισμό προβάλλοντάς του μια Ελλάδα με τσολιάδες και ατελείωτα γλέντια με κλαρίνα και νταούλια, αποσιωπώντας τα τωρινά προβλήματα και καθηλώνοντας τον ελληνισμό της « διασποράς» σε μια εποχή που θυμίζει αρκετά τη δεκαετία του ’60 (και αναφέρομαι σε μυαλά και στάσεις ζωής), δημιουργώντας του ταυτόχρονα ένα αίσθημα βαριάς μελαγχολίας και νοσταλγίας για την πατρίδα, την Ελλαδίτσα τους- ήταν φυσιολογικό να αναφέρουμε την άποψή μας για ό,τι γίνεται στη χώρα μας. Πώς να το κάνουμε, τα γεγονότα δε μας αφήνουν αδιάφορους. Ούτως ή άλλως, δεν πλασάρουμε τον εαυτό μας ως γλάστρες. Σκεπτόμενοι άνθρωποι είμαστε, νέοι με προβληματισμούς, ικανοί να καταλάβουμε τι συμβαίνει γύρω μας και να προσπαθήσουμε να το ερμηνεύσουμε εκμεταλλευόμενοι τα «εργαλεία» με τα οποία μας έχουν εφοδιάσει οι σπουδές και η κάθε άλλο παρά απαθής στάση μας στα εθνικά και διεθνή γεγονότα. Και όπως είναι φυσικό, αναφέρομαι σε όλους πάνω κάτω τους Έλληνες της ηλικίας μας, που όσο και αν έχουν μεγαλώσει σε «λάθος» (ας μου επιτραπεί έστω σε εισαγωγικά η λέξη) πλαίσια και με λανθασμένες κατευθύνσεις, αποτελούν μέρος μιας, καλώς ή κακώς, κοινωνίας επιστημόνων(και αναφέρομαι στην ελληνική κοινωνία των τελευταίων 20 χρόνων, μια κοινωνία με υπερπληθώρα νομικών, οικονομολόγων, αποφοίτων φιλοσοφικής κλπ). Οπότε, λογικό είναι η ικανότητα αντίληψης των πραγματικών περιστατικών που διαδραματίζονται καθημερινά να μη λείπει λίγο-πολύ από τον καθένα από εμάς. Κατά πόσο υπάρχει και η δυνατότητα αξιολόγησης σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στον καθένα μας, αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο..


Επανερχόμενη στη μέρα της περιβόητης «συνέντευξης», ας σημειωθεί ότι τελείωσε μέσα σε 15 λεπτά, κατευθυνόμενη από ηλίθιες ερωτήσεις με ωστόσο αρκετές εύστοχες επισημάνσεις από τη μεριά μας, που κι αυτές με τη σειρά τους πνίγηκαν στο ανόητο και ανούσιο «χιούμορ» του εκτελεστή-δημοσιογράφου. Το γιατί είναι προφανές και δε θα επεκταθώ. Αναρωτιέμαι, όμως, αν θα ακουστούν τα όσα είπαμε ή αν τελικά θα κοπούν στο μοντάζ.


-Συγγνώμη, η εκπομπή πότε θα προβληθεί;


-Γιατί, για να το πεις στους «γαμπρούς σου» να μαζευτούν να σε δουν; Χα χα!


Laisse tomber, είπα μέσα μου…μη συγχυστώ κι έχω και διάβασμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου